δυσχρωματοψία

δυσχρωματοψία
η
ανωμαλία τής όρασης κατά την οποία ο ασθενής δεν διακρίνει ορισμένα χρώματα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δυσχρωματοψικός — ή, ό 1. σχετικός με τη δυσχρωματοψία 2. ως ουσ. αυτός που πάσχει από δυσχρωματοψία …   Dictionary of Greek

  • πρωτανωμαλία — η, Ν ιατρ. δυσχρωματοψία τού ερυθρού χρώματος, ελαφρότερος βαθμός πρωτανοψίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. protanomaly (< πρώτος + ανωμαλία)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”